background
 
 
ΤΙ ΘΑ ΜΟΥ ΕΛΕΓΕ Ο ΙΗΣΟΥΣ ΣΗΜΕΡΑ;
τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Εὐσεβίου Βίττη


«Ἀκούσομαι τί λαλήσει ἐν ἐμοί ὁ Κύριος». Θά ἀφουγκρασθῶ τί θά μοῦ πῆ ὁ Κύριος στά βάθη τῆς καρδίας μου. Αὐτό λέει ὁ ἱερός ψαλμωδός. Καί ὄντως ἄκουγε τόν ψίθυρό του Θεοῦ ἡ ἀγαπημένη τοῦ ἐκείνη καρδιά. Καί ὅ,τι ἄκουγέ μας τό ἔλεγε ὁ προφήτης. Καί ἐπειδή ἦταν λόγος τοῦ Θεοῦ, ἔμεινε στούς αἰῶνες διαχρονικά μέχρι σήμερα. Καί μᾶς στηρίζει.
Ἡ δική μου ὅμως καρδιά δέν εἶναι τέτοια, Κύριέ μου Ἰησοῦ, ὥστε νά λαλῆς σέ αὐτήν καί αὐτή νά ἀκούη τά θεία Σου λόγια, ὅπως ὁ ἱερός Σου προφήτης. Ὅμως μίλησες, ὅταν βρισκόσουν στή γῆ.
Καί τότε εἶπες ὅ,τι πιό σημαντικό γιά ὅλους καί γιά μένα. Μέ βάση λοιπόν ἀπό ὅ,τι εἶπες καί διαχρονικά μένει μέχρι σήμερα ἀναλλοίωτο, προσπαθῶ νά κάνω μία σύνθεση αὐτῶν, πού θά μοῦ ἔλεγες ἀκριβῶς σήμερα, γιατί δέν ἔπαψες νά εἶσαι παρών πάντα στήν Ἐκκλησία Σου καί ἰδιαίτερα πάντα παρών «ὅπου εἰσί δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τό ὄνομά Σου». Καί εἶναι τό ἴδιο σάν καί τότε. Γιατί ξέρω, Κύριε, ὅτι Ἐσύ δέν φλυαρεῖς καί δέν μοῦ λές περιττά πράγματα ἤ δέν λές καί ξαναλές, ὅ,τι ἤδη μου εἶπες μέσω τοῦ ἱεροῦ Σου Εὐαγγελίου καί τῶν θείων Ἀποστόλων Σου. Ὅ,τι λές, τό λές μία γιά πάντα. Καί ἔχει ἀξία γιά ὅλους καί γιά ὅλα. Πάντοτε. Καί σήμερα ἐτούτη τή στιγμή. Καί ἑπομένως θά μοῦ εἶναι ἐπίκαιρο. Γι' αὐτό καί τολμῶ τή σύνθεση αὐτῶν, πού θά μοῦ ἔλεγες καί σήμερα. «Τείνω λοιπόν τό οὖς μου», τεντώνω τό αὐτί τῆς καρδίας μου, καί ἀκούω τί θά εἶχες νά μοῦ πῆς μέ ὅλο μου τό σεβασμό καί ὅλη τήν ἀγάπη τῆς καρδιᾶς μου καί ὅλη μου τήν ἀφοσίωση, πού Σου ἀξίζει. Νά, τί ἀκούω νά μοῦ λές:
«Ψυχή, πού λαχταρᾶς νά ἀκούσης τό λόγο μου, δέν εἶναι ἀνάγκη νά ξέρης πολλά οὔτε νά κάνης κάποιες εἰδικές σπουδές ἤ νά πᾶς σέ κάποια σεμινάρια, γιά νά εὐαρεστήσης ἐνώπιόν μου. Ἀρκεῖ νά μέ ἀγαπᾶς πολύ καί νά εἶσαι ἕτοιμη νά κάνης τό θέλημά μου, γιατί αὐτό εἶναι γιά σένα σωτήριο. Δέν σού τό ἔχω ἤδη δηλώσει: «Ὁ τηρῶν τάς ἐντολᾶς μου, ἐκεῖνος ἐστίν ὁ ἀγαπῶν μέ»;
-Ναί, Κύριέ μου Ἰησοῦ. Ἔτσι εἶναι. Κι ἐγώ αὐτό προσπαθῶ νά κάνω, ὅσο κι ἄν πέφτω. Ὅμως φροντίζω νά σηκώνωμαι μέ τή χάρη Σου. Λοιπόν Σέ ἀκούω, Κύριε.
«Μίλα μου, ψυχή ἀγαπημένη, πού λές πώς μέ ἀγαπᾶς, ὅπως θά μιλοῦσες στή γλυκεία μανούλα Σου, ὅταν σέ εἶχε στή θερμή της ἀγκαλιά, ἤ στά γόνατα τοῦ ἀγαπημένου σου πατέρα καί ἐνίωθες τούς χτύπους τῆς καρδιᾶς τούς τῆς γεμάτης ἀγάπη γιά σένα».
Καί σέ ρωτῶ:
Δέν ἔχεις κάποιες παραγγελίες νά μοῦ κάνης;
Πές μου τά ὀνόματα τῶν γονιῶν σου, τῶν συγγενῶν σου, τῶν φιλικῶν σου προσώπων, τῶν προσώπων, πού ἔτσι ἤ ἀλλιῶς βρίσκονται στό περιβάλλον σου, στή δουλειά σου, στίς κοινωνικές σου σχέσεις. Καί μετά τά ὀνόματα ἀνάφερέ μου τί θέλεις νά κάνω γιά τό καθένα. Δέν ἔκανε τό ἴδιο ὁ Ἰάειρος; «Τό θυγάτριόν μου, εἶπε, ἐσχάτως ἔχει, (παρακαλῶ σέ) ἴνα ἐλθῶν ἐπιθῆς αὐτή τάς χείρας σου, ὅπως σωθῆ καί ζήσεται» (Μάρ. ἐ' 22). Δέν ἔκανε τό ἴδιο ἕνας πονεμένος πατέρας γιά τόν δαιμονισμένο γιό του; Δέν μοῦ ἀνέφερε δακρυσμένη ἡ Χαναναία μάνα γιά τήν κόρη της; Δέν ἔκραξαν σέ μένα οἱ δύο τυφλοί ζητώντας νά τούς χαρίσω τό φῶς τους; Τό ἴδιο καί τόσοι ἄλλοι, τόσοι ἄλλοι;
Πές μου λοιπόν τί θέλεις γι' αὐτούς καί ζήτα τό μέ θέρμη πολλή καί πίστη ταπεινά καί ἐπίμονα. Ἀγαπῶ πολύ τίς εὐγενικές καρδιές, πού λησμονοῦν τόν ἑαυτό τούς χάριν τῶν ἄλλων.
Μίλα μου
γιά τούς φτωχούς, πού θέλεις νά ἐλαφρύνης τήν κατάστασή τους•
γιά τούς ἀδικημένους, πού καταπιέζονται•
γιά τούς συκοφαντημένους, πού δέν μποροῦν νά ἀποδείξουν τήν ἀθωότητά τους•
γιά τούς ἀρρώστους, πού ὑποφέρουν•
γιά τούς κακούς, πού θά ἤθελες νά μεταστραφοῦν στό καλό•
γιά τούς μοναχικούς, πού μαραζώνουν στή μοναξιά τους•
γιά τούς ἀπογοητευμένους ἀπό τή ζωή• γιά τούς βυθισμένους στό βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας καί περικλεισμένους στή φυλακή τῶν παθῶν τους• γιά τούς ποικίλως ψυχικά ἀρρώστους• γιά τά πρόσωπα, πού κάποτε σέ ἀγαποῦσαν, ἀλλά τώρα ἀπομακρύνθηκαν ἀπό σένα, ἀλλά τόσο πολύ θά ἤθελες νά ξανάρθουν πάλι κοντά σου•
γιά ὅλους, γιά ὅλους καί ὅλα, πού νιώθεις τήν ἀνάγκη νά πῆς θερμόν ἕναν λόγο, ἕνα αἴτημα ἱερό, μία ἱκεσία ὁλοκάρδια.
Μήν ξεχνᾶς πώς ἔχω ὑποσχεθῆ νά ἀκούω κάθε προσευχή, πού ἀναδύεται ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς καί πού μέ τά φτερά τῆς ἀγάπης μέ ταχύτητα ἀφάνταστα πιό μεγάλη ἀπό τό φῶς διασχίζει τά ἄπειρα ὕψη καί φτάνει μπρός στόν οὐράνιο θρόνο μου ὡς εὐάρεστη καί ἱερή προσφορά. Αὐτοῦ του εἴδους τίς προσευχές δέν περιμένω πάντα ἀνυπόμονα;
Δέν ἔχεις νά μοῦ ζήτησης κάποιες χάρες;
Γράψε, ἄν ἔτσι τό θέλης, ἕναν κατάλογο, ὅσο μακρύς κι ἄν εἶναι, ὅλων ὅσα λαχταρᾶς, ὅλων τῶν ἀναγκῶν σου καί ἀνάφερε τές στήν ἀγάπη μου. Ὄχι πώς δέν τά ξέρω ὅλα. Τά ξέρω ὅλα προτοῦ καν νά τά ἔχης συνειδητοποιήσει. Ὅμως θέλω νά τά ἀκούσω μέ τή δική σου φωνή. Θέλω νά μοῦ πῆς ἐλεύθερα καί ἀγαπητικά ὅ,τι καί ὅπως τό νιώθεις, ὅ,τι καί ὅπως καί ὅσο τό λαχταρᾶς.
Καί πές μου, ψυχή ἀγαπημένη, μέ ὅλη τήν ἁπλότητα, ὅτι εἶσαι
δούλη τῶν αἰσθήσεών σου,
σκλάβα τῶν παθῶν σου,
δέσμια της ὑπερηφανείας σου,
πληγωμένη ἀπό τήν εὐθιξία σου,
ἐγωιστική ὅσο δέν τό φαντάζεσαι,
χαλαρή χωρίς προηγούμενο,
φιλύποπτη χωρίς λόγο,
φίλαυτη χωρίς ὅρια,
ἀδιάφορη καί ἀμελής,
δυσκίνητη σάν παράλυτη,
δεμένη πολύ μέ τόν κόσμο,
ὀλιγόπιστη στίς δοκιμασίες σου,
πάμφτωχη σέ ἀρετές,
μέ ἀσήμαντη πνευματική πρόοδο καί ὅ,τι ἄλλο. Καί ζήτα μου νά ἔρθω νά σέ βοηθήσω στίς προσπάθειες, πού καταβάλλεις, στίς πτώσεις σου, στίς ἀγωνίες σου, στίς ἀπογοητεύσεις σου.


Φτωχό μου παιδί, μήν κοκκινίζεις ἀπό ντροπή! Ξέρω τήν κατάστασή σου πιό καλά ἀπό σένα, ἀλλά πρέπει ἐσύ νά ἐκθέσης τόν ἑαυτό σου. Διστάζεις; Μά γιατί; Λησμονεῖς πώς πολλοί ἅγιοί μου, πού τώρα ζοῦν ἔνδοξοι στόν οὐρανό μαζί μου, εἶχαν τά ἴδια ἤ καί χειρότερα πάθη καί ἴδιες καί σημαντικώτερες πτώσεις καί ἁμαρτίες;
Μή ξεχνᾶς κάποια Μαρία Αἰγυπτία, κάποια Ταϊσία, κάποια Πελαγία, κάποιους Ζακχαίους καί ἄσωτους, κάποιους μεγάλους ἁμαρτωλούς... Ὅλοι αὐτοί σιγά σιγά διορθώθηκαν, ἁγιάσθηκαν, σώθηκαν, δοξάσθηκαν.
Μή διστάσης ἀκόμη νά μοῦ ζήτησης ὅ,τι καλό καί γιά τό σῶμα σου, τό μυαλό σου, ὁλόκληρο τό εἶναι σου, δηλαδή ὑγεία, εὐεξία, σωστή λειτουργία τοῦ λογικοῦ σου, ἐσωτερική ἰσορροπία, αἰσιοδοξία, δυναμισμό, ἐπιτυχία στίς τίμιες προσπάθειές σου καί ὅ,τι ἄλλο νιώθεις ὡς πιεστική ἀνάγκη. Μπορῶ ὅλα νά σού τά δώσω, ἀρκεῖ ὅλα, ἤ κάποια ἀπό αὐτά, νά εἶναι ὄντως ἀπαραίτητα γιά τόν ἁγιασμό καί τή σωτηρία σου. Πρόσεξε ὅμως: τά μέτρα μου δέν εἶναι γήινα, ἀλλά οὐράνια. Μετρῶ μέ μέτρο τή μακαριότητα τοῦ οὐρανοῦ, μέ ἔκταση τήν αἰωνιότητα... Τί θέλεις ὅμως γιά σήμερα; Πές μου τό. Καί ἄν σέ συμφέρη ἀληθινά, θά τό ἔχης. Καί ξέρεις πόσο θέλω τό καλό σου!
Δέν ἔχεις κάποια σχέδια καί προοπτικές;
Ἀνάφερέ μου τά ὅλα. Ἀφοροῦν τό τώρα, τό μέλλον σου, τή δουλειά σου, τήν τακτοποίησή σου στή ζωή, θέλεις νά προσφέρης κάποια χαρά στούς γονεῖς σου, στά μέλη τῆς οἰκογένειάς σου, σέ ψυχές, ποῦ συνδέονται μαζί σου, σέ κάποιους, ποῦ δοκιμάζονται πολύ; Σέ ὅ,τι τέλος πάντων; Κᾶνε τό χωρίς δισταγμό.
Ὡς πρός ἐμένα δέ, ψυχή μου ἀγαπημένη, δέν ἔχεις κάποιο ἐνδιαφέρον ἰδιαίτερο γιά τήν μαζί μου σχέση τους; Δέν θέλεις νά κάνης κάτι πολύ καλό γιά τά φιλικά σου πρόσωπα, γιά ὅσους ἀγαπᾶς πολύ, ἀλλά μέ ἔχουν ξεχάσει; Πές μου ποιά εἶναι τά ἐνδιαφέροντά σου καί τά κίνητρα, πού σέ ὠθοῦν, καί ποιά μέσα θά ἤθελες νά χρησιμοποιήσης γιά τό καλό τους...
Κατάθεσέ μου τίς ἀποτυχίες σου καί ζήτα μου νά σού ὑποδείξω τίς αἰτίες τους. Τί σέ ἐνδιαφέρει γιά τό ἔργο σου; Εἶμαι, παιδί μου, Κύριος τῶν καρδιῶν καί μπορῶ νά τίς ὁδηγήσω, ὅπου θέλεις, σύμφωνα βέβαια πάντα μέ τίς ἀρχές, πού κατέγραψα μέ τό αἷμα μου πάνω στόν σταυρό. Καί θά τούς φέρω σιγά σιγά κοντά σου, συνοδοιπόρους σου, ἀρκεῖ νά μήν προβάλλουν πεισματικά ἐμπόδια, γιατί ποτέ δέν καταπατῶ τό δῶρο τῆς ἐλευθερίας, πού τούς χάρισα.
Δέν ἔχεις στενοχώριες;
Ὤ παιδί μου ἀγαπημένο, πές μου τίς στενοχώριες σου μέ κάθε λεπτομέρεια. Τί σέ κάνει νά κουράζεσαι, νά ἀπογοητεύεσαι, νά δυσκολεύεσαι, νά στενοχωριέσαι;
Τί ἤ ποιός τσαλακώνει τήν καρδιά σου; Ποιός ἔχει συντρίψει τή φιλαυτία σου; Ποιός σέ ὑποτίμησε ἡ σέ περιφρόνησε; Πές μου τά ὅλα, ὅλα χωρίς δισταγμό. Θά σέ ἀνακουφίση αὐτό. Καί τελειώνοντας τήν ἀναφορά σου αὐτήν πρόσθεσέ μου, ὅτι συγχωρεῖς ὅλα καί ὅλους, ὅτι τά λησμονεῖς ὅλα, ὅτι δέν θά ἐπιτρέψης νά σού διώξουν αὐτά τήν εἰρήνη σου καί δέν θά μειώσουν τήν ἀγάπη, πού ὅλα τά συγχωρεῖ. Καί ἐγώ θά σέ εὐλογῶ.
Μήπως σέ φοβίζουν κάποια κουραστικά ζητήματα; Ὑπάρχουν στήν ψυχή, εἶναι ἀλήθεια, κάποιοι ἀκαθόριστοι φόβοι, ποῦ ἐνῶ εἶναι ἀδικαιολόγητοι, ὅμως σέ κάνουν νά τρομάζεις; Ἐμπιστέψου τόν ἑαυτό σου πλήρως σέ μένα καί τήν πρόνοιά μου γιά σένα. Βρίσκομαι παντοῦ, ἰδιαίτερα ὅμως πολύ κοντά σου, μέσα σου. Τά βλέπω ὅλα, ὅσα σέ ἀφοροῦν. Τά ξέρω ὅλα. Καί μπορῶ τά πάντα ὡς παντοδύναμος. Μή φοβᾶσαι ἑπομένως. Δέν θά σέ ἀφήσω.
Μήπως ὑπάρχουν γύρω σου καρδιές, πού σου φαίνονται λιγώτερο καλές ἀπό ἄλλοτε καί πού ἡ ἀδιαφορία τους ἤ τό ὅτι ἴσως σέ λησμόνησαν τίς ἔκαναν νά ἀπομακρυνθοῦν ἀπό κοντά σου, ἄν καί ἐσύ δέν ἔκανες τίποτε γι' αὐτή τούς τήν ἀπομάκρυνση; Παρακάλεσε μέ θερμά καί ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς σου καί ἐγώ θά τίς ξαναφέρω κοντά σου, ἀρκεῖ νά σού εἶναι χρήσιμες καί ἀναγκαία ἡ παρουσία τους γιά τόν ἁγιασμό σου. Ἀλλιῶς λησμόνησε τές καλύτερα κι ἐσύ, ὅσο κι ἄν αὐτό σου κοστίζει.

Τέλος.
Δέν ἔχεις κάποιες χαρές νά μοῦ ἀνακοίνωσης;
Γιατί, ἀλήθεια, νά μή μέ κάνης μέτοχον κάθε χαρᾶς σου; Πές μου π.χ. ποιός ἀπό χτές ἤ προχτές ἤ τέλος πάντων τελευταία ἦρθε νά σέ παρηγορήση, νά σέ ἐνθαρρύνη,νά σέ βοηθήση σέ κάποια δυσκολία σου, νά σού χαρίση ἕνα χαμόγελο, προκαλώντας ἔτσι καί ἕνα δικό σου;
ποιός καί πῶς σέ ἔκανε νά χαρῆς; Μπορεῖ νά εἶναι
κάποια ἐπίσκεψη ἀπρόσμενη,
κάποιο γράμμα ἐνθαρρυντικό,
μία ἀγγελία πού σέ ἔκανε εὐτυχισμένη,
ἕνας φόβος, πού ξαφνικά ἐξαφανίσθηκε,
μία ἐπιτυχία, πού ἀμφέβαλλες, ὅτι θά πραγματοποιηθῆ,
ἕνα δεῖγμα ἀγάπης δυνατό,
ἕνα ἐνθύμιο ἤ δῶρο ἀκριβό ἀγάπης καί φιλίας,
μία δοκιμασία, πού σέ δυνάμωσε τελικά.
Ὅλα αὐτά καί τόσα ἄλλα καλά, ἐγώ τά φρόντισα
καί τά φροντίζω γιά σένα, ψυχή ἀγαπημένη. Πῶς λοιπόν νά μή μοῦ δείξης τή χαρά σου, τήν εὐγνωμοσύνη σου καί νά μή μοῦ ἐπαναλαμβάνης ἀσταμάτητα τίς «ἐκ βαθέων» εὐχαριστίες σου;
Μήν ξεχνᾶς, ψυχή ἀγαπημένη, ὅτι ἡ εὐγνωμοσύνη τραβάει τήν εὐεργεσία κοντά της. Μή λησμονεῖς, ὅτι ἡ εὐγνωμοσύνη συγκινεῖ τόν εὐεργέτη.
Μή σού ξεφεύγει πώς ἡ εὐγνωμοσύνη ἐξευγενίζει καί ὀμορφαίνει ἀφάνταστα τήν ψυχή, τήν κάνει ἰδιαίτερα χαριτωμένη καί πάρα πολύ ἄξια περισσότερων χαρίτων καί ἐλέους!».
Αὐτά δέν θά μοῦ ἔλεγες σήμερα, Ἰησοῦ γλυκύτατε; Τά ἄκουσα μέ ἀφάνταστη χαρά. Γιά ὅλα αὐτά Σέ εὐχαριστῶ καί θά Σέ εὐχαριστῶ πάντα «ἐκ ψυχῆς», Κύριέ μου, Κύριέ της ἀγάπης καί τοῦ ἐλέους. Καί θά συμμορφωθῶ μέ ὅλες τίς ὑποδείξεις Σου. Εἶναι τόσο ὄμορφες καί πηγή εὐλογιῶν Σου γιά μένα! Ἀμήν!

ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΕΥΣΕΒΙΟΥ ΒΙΤΤΗ
Προσευχητικές καί ἐξομολογητικές πατρικές ἱκεσίες
Ἐκδόσεις "Ὀρθόδοξος Κυψέλη"